δώμα

δώμα
H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου νερού σε περιοχές με χαμηλό δείκτη βροχόπτωσης. Γι’ αυτούς τους λόγους, το δ. συναντάται κυρίως στα νησιά του Αιγαίου καθώς και στα βορειοαφρικανικά παράλια, σε αντίθεση με την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Ιονίου, όπου τα κτίρια καλύπτονται από ξύλινες στέγες. Για την κατασκευή του δ. στα νησιά του Αιγαίου χρησιμοποιούνται ξύλινα, χοντροπελεκημένα δοκάρια, πάνω στα οποία τοποθετούνται σανίδες, καλάμια ή κλαδιά δέντρων και θάμνοι· ακολουθεί μια στρώση από φύκια και μια τελική στρώση από χώμα, συνήθως αργιλικής σύστασης, που επιστρώνεται και συμπιέζεται με κυλίνδρωση. H κατασκευή προσφέρει μόνωση από τη θερμότητα το καλοκαίρι και από τη βροχή τον χειμώνα, εφόσον συντηρείται τακτικά. Για τη συντήρηση του δ. αρκεί η εκ νέου κυλίνδρωση της επιφάνειάς του, ώστε να κλείσουν τυχόν μικρορωγμές, που μπορεί να σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Εξάλλου δ. μπορεί να κατασκευαστεί και πάνω από θόλο, όπως συχνά γίνεται στη Σαντορίνη και στα άλλα νησιά του Αιγαίου, όπου μάλιστα καλύπτονται με δ. όχι μόνο οι κατοικίες του νησιού αλλά πολλές φορές και οι ναοί. Η κατασκευή του δ., εξυπηρετώντας κατά τον καλύτερο τρόπο τις τοπικές συνθήκες, προσδίδει και ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα στα κτίρια, τα οποία αποκτούν έτσι την αυστηρά γεωμετρική μορφή του ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου, ένα αποκλειστικό γνώρισμα της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής· στο άνυδρο τοπίο των περισσότερων νησιών του Αιγαίου, κάτω από το εκτυφλωτικό φως και τον δυνατό άνεμο, τα κυβικά δωμοσκεπή κτίρια, μεμονωμένα ή σε σύνολα, αποκτούν έντονο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, ως αρχιτεκτονικές μονάδες αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο συντίθενται με το φυσικό περιβάλλον. Οικισμός της Σκύρου με τα χαρακτηριστικά δωμοσκέπαστα σπίτια των νησιών του Αιγαίου. Η σύνθεση των γεωμετρικών όγκων μεταξύ τους και με το τοπίο χαρακτηρίζεται από λειτουργική αρτιότητα και έντονο πλαστικό και χρωματικό ενδιαφέρον (φωτ. Ν. Κοντού).
* * *
το (AM δῶμα)
1. επίπεδη στέγη σπιτιού, ταράτσα
2. μέρος σπιτιού, διαμέρισμα («τα δώματα τής βασίλισσας»)
μσν.- νεοελλ.
«ουράνιο δώμα» — ουρανός, ουράνιος θόλος
αρχ.
1. σπίτι
2. οικογένεια, γενιά
3. ναός
4. φρ. «κατὰ δώμα» — στο σπίτι
5. «δῶμ’ Ἀΐδαο» — ο κάτω κόσμος
6. «δῶμα Καδμεῑον» — η Θήβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δώμα εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *dem- η οποία απαντά στα δεσπότης*, δόμος*. Η σύνδεση με αρμ. tun «σπίτι», γεν. tan είναι αμφίβολη. Από άλλους υποστηρίχθηκε ότι η λ. προήλθε από την αιτιατική ενός αρσενικού ονόματος *dōmm που έφερε την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας και το οποίο λόγω τής καταλήξεως -μα θεωρήθηκε ως ουδέτερο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δῶμα — house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώμα — το 1. διαμέρισμα, μέρος σπιτιού. 2. επίπεδη στέγη σπιτιού που χρησιμοποιείται ως ταράτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δώμασ' — δώ̱μασι , δῶμα house neut dat pl δώμᾱσαι , δωμάω build aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) δώμᾱσα , δωμάω build aor ind act 1st sg (doric aeolic) δώμᾱσε , δωμάω build aor ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμάτων — δω̱μάτων , δῶμα house neut gen pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd dual δωματόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δωματόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώμαθ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώματ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”